-
1 καταμπέχω
A encompass, εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ Χθονί, i.e. bury him, E.Hel. 853; μηκάδων μέλη, Χλόην καταμπέχοντα full of green herbs, i.e. either fed on grass or stuffed with herbs, Antiph.1; cover,τὰ κράνη -αμπέχοντες Plu.Crass. 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμπέχω
См. также в других словарях:
καταμπέχω — και καταμπίσχω (Α) 1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ. β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.) 2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες»,… … Dictionary of Greek